πηγᾶν

πηγᾶν
πηγάζω
spring
fut part act masc voc sg (doric aeolic)
πηγάζω
spring
fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
πηγάζω
spring
fut part act masc nom sg (doric aeolic)
πηγάζω
spring
fut inf act
πηγή
running water
fem gen pl (doric aeolic)
πηγός
well put together
masc/fem gen pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πηγᾶν — Πηγαί fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Каппадокийский язык — Распространение греческого языка в поздневизантийский период XII XV веков. Золотым цветом изображено поздневизантийское койне будущая основа новогреческого языка, оранжевым …   Википедия

  • Каппадокский язык — Каппадокийский язык Страны: Греция, изначально Каппадокия (центральная Турция) Общее число носителей: очень мало Статус: исчезающий Классификация Категория …   Википедия

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • βρόντος — ο 1. βροντή 2. ισχυρός κρότος ή θόρυβος 3. δυνατό χτύπημα, ράπισμα 4. φρ. α) «μιλάει στον βρόντο», «πήγαν στον βρόντο», «πήγαν του βρόντου» μάταια, ανώφελα β) «από κλότσο σε βρόντο» για κάποιον που υφίσταται διαρκή κακομεταχείριση. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Αλκιβιάδης — I (Αθήνα 452 – Γρύνιο Φρυγίας 402 π.Χ.).Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός. Δισέγγονος του Κλεισθένη, ανιψιός του Περικλή (ο οποίος μάλιστα τον κηδεμόνευε αρκετά χρόνια, γιατί o πατέρας του Κλεινίας είχε σκοτωθεί στη μάχη της Κορώνειας το 447 π.Χ.) …   Dictionary of Greek

  • Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… …   Dictionary of Greek

  • άμαξα — η 1. τροχοφόρο μεταφορικό μέσο που το σέρνουν άλογα και χρησιμεύει κυρίως για μεταφορά ανθρώπων: Πήγαν περίπατο με την άμαξα. 2. οποιοδήποτε τροχοφόρο όχημα: Πήγαν με την αυτοκινητάμαξα (το οτομοτρίς). 3. φρ., «Άκουσα τα εξ αμάξης», άκουσα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλάλι — (λ. τουρκ.), άκλ. 1. ό,τι αναγνωρίζεται ότι κατέχεται ή παίρνεται από κάποιον επάξια: Μου ραψε ένα ωραίο παντελόνι, χαλάλι του τα λεφτά. 2. φρ., «Χαλάλι να σου γίνει», δε σου κρατώ κακία. 3. φρ., «Οι κόποι μου πήγαν χαλάλι», οι κόποι μου δεν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Триантафиллу, Клеон — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Триантафиллу. Клеон Триантафиллу греч. Κλέων Τριανταφύλλου Род деятельности: поэт …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”